ονοματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονοματολογία οι ονοματολογίες
      γενική της ονοματολογίας των ονοματολογιών
    αιτιατική την ονοματολογία τις ονοματολογίες
     κλητική ονοματολογία ονοματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονοματολογία < (όνομα) ονοματο- + -λογία

Προφορά

ΔΦΑ : /o.no.ma.to.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ονοματολογία
τονικό παρώνυμο: ονοματολόγια

Ουσιαστικό

ονοματολογία θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) η μελέτη των ονομάτων ανθρώπων (ανθρωπωνυμίων) και τόπων (τοπωνυμίων)
  2. το σύνολο των όρων μιας επιστήμης και οι κανόνες με βάση τους οποίους χρησιμοποιούνται
    ονοματολογία οργανικών χημικών ενώσεων
     συνώνυμα: ονοματολόγιο  δείτε και τη λέξη ορολογία

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις όνομα και λέγω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.