-ωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ωμα | τα | -ώματα |
| γενική | του | -ώματος | των | -ωμάτων |
| αιτιατική | το | -ωμα | τα | -ώματα |
| κλητική | -ωμα | -ώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ωμα (για ρήματα που έληγαν σε -όω)) & (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -oma < λατινική -oma
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐μα
Επίθημα
-ωμα ουδέτερο
- κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένεια ή παθολογική κατάσταση στο σημείο ή με τον τρόπο που ορζίει η πρωτότυπη λέξη
- αλλά και για άλλες λέξεις με τη σημασία: σχέση με, περιοχή, μέρος
- άλλη μορφή του -μα (για ουδέτερα ουσιαστικά που προέρχονται από ρήματα σε -ώνω και δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωμα στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -ωμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ωμα»
Πηγές
- -ωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -ωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | -ωμᾰ | τὰ | -ώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | -ώμᾰτος | τῶν | -ωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | -ώμᾰτῐ | τοῖς | -ώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | -ωμᾰ | τὰ | -ώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | -ωμᾰ | -ώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ωμα < επαύξηση ω + κατάληξη -μα για ρήματα σε -όω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (για τους ιατρικούς όρους) ↷ διαγλωσσικοί όροι: -oma > -ωμα
Επίθημα
-ωμα ουδέτερο
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ωμα στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ωμα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.