ημερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ημερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ημερώνω < αρχαία ελληνική ἡμερόω
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ημερώνω | ημέρωνα | θα ημερώνω | να ημερώνω | ημερώνοντας | |
| β' ενικ. | ημερώνεις | ημέρωνες | θα ημερώνεις | να ημερώνεις | ημέρωνε | |
| γ' ενικ. | ημερώνει | ημέρωνε | θα ημερώνει | να ημερώνει | ||
| α' πληθ. | ημερώνουμε | ημερώναμε | θα ημερώνουμε | να ημερώνουμε | ||
| β' πληθ. | ημερώνετε | ημερώνατε | θα ημερώνετε | να ημερώνετε | ημερώνετε | |
| γ' πληθ. | ημερώνουν(ε) | ημέρωναν ημερώναν(ε) |
θα ημερώνουν(ε) | να ημερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ημέρωσα | θα ημερώσω | να ημερώσω | ημερώσει | ||
| β' ενικ. | ημέρωσες | θα ημερώσεις | να ημερώσεις | ημέρωσε | ||
| γ' ενικ. | ημέρωσε | θα ημερώσει | να ημερώσει | |||
| α' πληθ. | ημερώσαμε | θα ημερώσουμε | να ημερώσουμε | |||
| β' πληθ. | ημερώσατε | θα ημερώσετε | να ημερώσετε | ημερώστε | ||
| γ' πληθ. | ημέρωσαν ημερώσαν(ε) |
θα ημερώσουν(ε) | να ημερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ημερώσει | είχα ημερώσει | θα έχω ημερώσει | να έχω ημερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ημερώσει | είχες ημερώσει | θα έχεις ημερώσει | να έχεις ημερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ημερώσει | είχε ημερώσει | θα έχει ημερώσει | να έχει ημερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ημερώσει | είχαμε ημερώσει | θα έχουμε ημερώσει | να έχουμε ημερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ημερώσει | είχατε ημερώσει | θα έχετε ημερώσει | να έχετε ημερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ημερώσει | είχαν ημερώσει | θα έχουν ημερώσει | να έχουν ημερώσει |
| |
Μεταφράσεις
ημερώνω
|
|
Πηγές
- ημερώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.