λίπωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λίπωμα | τα | λιπώματα |
| γενική | του | λιπώματος | των | λιπωμάτων |
| αιτιατική | το | λίπωμα | τα | λιπώματα |
| κλητική | λίπωμα | λιπώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λίπωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική lipoma[1] < αρχαία ελληνική λίπος[1]
Συγγενικά
- λιπωματώδης
- λιπωμάτωση
- → δείτε τη λέξη λίπος
-
Lipoma στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- λίπωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.