ημέρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημέρωμα τα ημερώματα
      γενική του ημερώματος των ημερωμάτων
    αιτιατική το ημέρωμα τα ημερώματα
     κλητική ημέρωμα ημερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημέρωμα < ημερώνω

Ουσιαστικό

ημέρωμα ουδέτερο

  1. η τιθάσευση, η εξημέρωση
  2. ο εκπολιτισμός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.