-πλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -πλυτος | η | -πλυτη | το | -πλυτο |
| γενική | του | -πλυτου | της | -πλυτης | του | -πλυτου |
| αιτιατική | τον | -πλυτο | τη(ν) | -πλυτη | το | -πλυτο |
| κλητική | -πλυτε | -πλυτη | -πλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -πλυτοι | οι | -πλυτες | τα | -πλυτα |
| γενική | των | -πλυτων | των | -πλυτων | των | -πλυτων |
| αιτιατική | τους | -πλυτους | τις | -πλυτες | τα | -πλυτα |
| κλητική | -πλυτοι | -πλυτες | -πλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -πλυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -πλυτος < πλύ(νω) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πλυ-τος
Επίθημα
-πλυτος, -η, -ο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πλυτος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | -πλυτος | τὸ | -πλυτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | -πλύτου | τοῦ | -πλύτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | -πλύτῳ | τῷ | -πλύτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | -πλυτον | τὸ | -πλυτον | ||
| κλητική ὦ! | -πλυτε | -πλυτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | -πλυτοι | τὰ | -πλυτᾰ | ||
| γενική | τῶν | -πλύτων | τῶν | -πλύτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | -πλύτοις | τοῖς | -πλύτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | -πλύτους | τὰ | -πλυτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | -πλυτοι | -πλυτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πλύτω | τὼ | -πλύτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -πλύτοιν | τοῖν | -πλύτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλυτος στο Βικιλεξικό όπως
- ἀνέκπλυτος
- ἄπλυτος
- δυσαπόπλυτος
- δυσέκπλυτος
- δύσπλυτος
- ἔκπλυτος
- εὐαπόπλυτος
- εὐέκπλυτος
- νεόπλυτος
- νήπλυτος
- παλίμπλυτος
- πλυτός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλύνω
Αναφορές
- άπλυτος, πλένω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.