ἀνέκπλυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνέκπλυτος | τὸ | ἀνέκπλυτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνεκπλύτου | τοῦ | ἀνεκπλύτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνεκπλύτῳ | τῷ | ἀνεκπλύτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνέκπλυτον | τὸ | ἀνέκπλυτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέκπλυτε | ἀνέκπλυτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνέκπλυτοι | τὰ | ἀνέκπλυτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνεκπλύτων | τῶν | ἀνεκπλύτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνεκπλύτοις | τοῖς | ἀνεκπλύτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνεκπλύτους | τὰ | ἀνέκπλυτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέκπλυτοι | ἀνέκπλυτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεκπλύτω | τὼ | ἀνεκπλύτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεκπλύτοιν | τοῖν | ἀνεκπλύτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀνέκπλυτος, -ος, -ον
- που δεν ξεπλένεται, ανεξάλειπτος, ανεξίτηλος
- (μεταφορικά) ανεξάλειπτος
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 3.89, @scaife.perseus
- τοὺς δὲ ἐνόχους ἀνεκπλύτοις ἄγεσιν, ὧν τὰ μιάσματα οὐδεὶς ἀπονίψει χρόνος, ἄξιον ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν, οὓς οὐδ’ ἂν οἰκία δέξαιτο κοσμίων ἀνδρῶν οἷς μέλει τῶν ὁσίων;
- → λείπει η μετάφραση
- τοὺς δὲ ἐνόχους ἀνεκπλύτοις ἄγεσιν, ὧν τὰ μιάσματα οὐδεὶς ἀπονίψει χρόνος, ἄξιον ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν, οὓς οὐδ’ ἂν οἰκία δέξαιτο κοσμίων ἀνδρῶν οἷς μέλει τῶν ὁσίων;
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 3.89, @scaife.perseus
- ἀνέκπλυντος
Πηγές
- ἀνέκπλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.