νεόπλυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νεόπλυτος | τὸ | νεόπλυτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νεοπλύτου | τοῦ | νεοπλύτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νεοπλύτῳ | τῷ | νεοπλύτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νεόπλυτον | τὸ | νεόπλυτον | ||
| κλητική ὦ! | νεόπλυτε | νεόπλυτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νεόπλυτοι | τὰ | νεόπλυτᾰ | ||
| γενική | τῶν | νεοπλύτων | τῶν | νεοπλύτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νεοπλύτοις | τοῖς | νεοπλύτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νεοπλύτους | τὰ | νεόπλυτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | νεόπλυτοι | νεόπλυτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεοπλύτω | τὼ | νεοπλύτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεοπλύτοιν | τοῖν | νεοπλύτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νεόπλυτος, -ος, -ον
- φρεσκοπλυμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 64 (64-65)
- οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες | ἐς χορὸν ἔρχεσθαι·
- Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν, | φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾽ ἔχοντες | ἐς χορὸν ἔρχεσθαι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 64 (64-65)
Συνώνυμα
- νεοπλυνής
Πηγές
- νεόπλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεόπλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.