ἔκπλυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔκπλυτος | τὸ | ἔκπλυτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐκπλύτου | τοῦ | ἐκπλύτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐκπλύτῳ | τῷ | ἐκπλύτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔκπλυτον | τὸ | ἔκπλυτον | ||
| κλητική ὦ! | ἔκπλυτε | ἔκπλυτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔκπλυτοι | τὰ | ἔκπλυτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐκπλύτων | τῶν | ἐκπλύτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐκπλύτοις | τοῖς | ἐκπλύτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐκπλύτους | τὰ | ἔκπλυτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἔκπλυτοι | ἔκπλυτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκπλύτω | τὼ | ἐκπλύτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκπλύτοιν | τοῖν | ἐκπλύτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἔκπλυτος, -ος, -ον
- (για χρώματα) ξεπλυμένος, ξεθωριασμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429e
- Οἶδα, ἔφη, ὅτι καὶ ἔκπλυτα καὶ γελοῖα.
- Ναι, ξέρω· γίνονται σαν ξεπλυμένα και μια αηδία.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οἶδα, ἔφη, ὅτι καὶ ἔκπλυτα καὶ γελοῖα.
- ※ μέσα 4ου πκε αιώνα, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1514. στ. 20-22 @epigraphy.packhum.org
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429e
- (μεταφορικά) εξαγνισμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 9, 872e (872e-873a) @scaife.perseus
- τοῦ γὰρ κοινοῦ μιανθέντος αἵματος οὐκ εἶναι κάθαρσιν ἄλλην, οὐδὲ ἔκπλυτον ἐθέλειν γίγνεσθαι τὸ μιανθὲν πρὶν φόνον φόνῳ ὁμοίῳ ὅμοιον ἡ δράσασα ψυχὴ τείσῃ καὶ πάσης τῆς συγγενείας τὸν θυμὸν ἀφιλασαμένη κοιμίσῃ.
- → λείπει η μετάφραση
- τοῦ γὰρ κοινοῦ μιανθέντος αἵματος οὐκ εἶναι κάθαρσιν ἄλλην, οὐδὲ ἔκπλυτον ἐθέλειν γίγνεσθαι τὸ μιανθὲν πρὶν φόνον φόνῳ ὁμοίῳ ὅμοιον ἡ δράσασα ψυχὴ τείσῃ καὶ πάσης τῆς συγγενείας τὸν θυμὸν ἀφιλασαμένη κοιμίσῃ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 9, 872e (872e-873a) @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , ουσιαστικοποιημένο) είδος του (φυτού) νάρδος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De antidotis, 1.14, p.74 @scaife.perseus
- ἐφεξῆς δὲ τῆς προγεγραμμένης ὁ Ἀνδρόμαχος Ἰνδικὴν νάρδον κελεύει βαλεῖν, ἥνπερ καὶ στάχυν ὀνομάζομεν νάρδου, καίτοι ῥίζαν οὖσαν, ἀπὸ τῆς πρὸς τοὺς ἀστάχυας ὁμοιότητος κατὰ τὴν μορφὴν, ἐφ' ἧς φυλάττεσθαι χρὴ, μή πως ἀποδῷ τις ἡμῖν τὴν ἔκπλυτον ὀνομαζομένην.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De antidotis, 1.14, p.74 @scaife.perseus
Παράγωγα
- ἀνέκπλυτος
- δυσέκπλυτος
- εὐέκπλυτος
Πηγές
- ἔκπλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔκπλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.