-ιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιαίος η -ιαία το -ιαίο
      γενική του -ιαίου της -ιαίας του -ιαίου
    αιτιατική τον -ιαίο τη(ν) -ιαία το -ιαίο
     κλητική -ιαίε -ιαία -ιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιαίοι οι -ιαίες τα -ιαία
      γενική των -ιαίων των -ιαίων των -ιαίων
    αιτιατική τους -ιαίους τις -ιαίες τα -ιαία
     κλητική -ιαίοι -ιαίες -ιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ιαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιαῖος < -αῖος < -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίος

Επίθημα

-ιαίος, -ιαία, -ιαίο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιαίος στο Βικιλεξικό
  • -αίος & Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αίος στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.