κολοσσιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολοσσιαίος | η | κολοσσιαία | το | κολοσσιαίο |
| γενική | του | κολοσσιαίου | της | κολοσσιαίας | του | κολοσσιαίου |
| αιτιατική | τον | κολοσσιαίο | την | κολοσσιαία | το | κολοσσιαίο |
| κλητική | κολοσσιαίε | κολοσσιαία | κολοσσιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολοσσιαίοι | οι | κολοσσιαίες | τα | κολοσσιαία |
| γενική | των | κολοσσιαίων | των | κολοσσιαίων | των | κολοσσιαίων |
| αιτιατική | τους | κολοσσιαίους | τις | κολοσσιαίες | τα | κολοσσιαία |
| κλητική | κολοσσιαίοι | κολοσσιαίες | κολοσσιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κολοσσιαίος < ελληνιστική κοινή κολοσσιαῖος < αρχαία ελληνική κολοσσός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολοσσός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.