κολοσσός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολοσσός οι κολοσσοί
      γενική του κολοσσού των κολοσσών
    αιτιατική τον κολοσσό τους κολοσσούς
     κλητική κολοσσέ κολοσσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η πιο κοντινή απεικόνιση του Κολοσσού της Ρόδου

Ετυμολογία

κολοσσός < αρχαία ελληνική κολοσσός, άγνωστης προέλευσης, πιθανόν δάνειο από γλώσσα του Αιγαίου ή της Μεσογείου. Ίσως συγγενικό του και το κολοφών.[1]

Ουσιαστικό

κολοσσός αρσενικό

  1. το άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων
    ο Κολοσσός της Ρόδου
  2. (μεταφορικά) ο άνθρωπος πολύ μεγάλος, πολύ σημαντικός, ξεχωριστός στον τομέα του
    ένας κολοσσός της επιστήμης
  3. ο άντρακλας

Αναφορές

  1. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.), σελ. 177

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.