-είο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-είο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -εῖον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: είο

Κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών

-είο

  • παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:
  1. τόπο, συνήθως κατάστημα, εργαστήριο ή γενικότερα οποιοδήποτε κτήριο
    1. παραγωγή από ουσιαστικά, συνήθως επαγγέλματα:
    2. παραγωγή από ρήματα:
  2. (συνεκδοχικά) υπηρεσία, αρχή και τα πρόσωπα που την αποτελούν

  • -ειό (λαϊκότροπο)
  • -είον (λόγιο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.