-είο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -είο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -εῖον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐ο
Κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών
-είο
- παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:
- τόπο, συνήθως κατάστημα, εργαστήριο ή γενικότερα οποιοδήποτε κτήριο
- παραγωγή από ουσιαστικά, συνήθως επαγγέλματα:
- παραγωγή από ρήματα:
- (συνεκδοχικά) υπηρεσία, αρχή και τα πρόσωπα που την αποτελούν
- -ειό (λαϊκότροπο)
- -είον (λόγιο)
Πηγές
- -είο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- -είο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.