τηλέγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλέγραφος οι τηλέγραφοι
      γενική του τηλέγραφου
& τηλεγράφου
των τηλέγραφων
& τηλεγράφων
    αιτιατική τον τηλέγραφο τους τηλέγραφους
& τηλεγράφους
     κλητική τηλέγραφε τηλέγραφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλέγραφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télégraphe < télé- (< τῆλε) + -graphe ( < γράφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈle.ɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τηλέγραφος

Ουσιαστικό

Αυτόματος δέκτης τηλεγράφου (1)
Τηλέγραφος (2) ανθισμένος

τηλέγραφος αρσενικό

  1. (τεχνολογία) σύστημα επικοινωνίας που μεταδίδει γραπτά μηνύματα κωδικοποιημένα με το αλφάβητο Μορς και λειτουργεί με την αποστολή ηλεκτρικών σημάτων μεταξύ δύο σταθμών
    • οπτικός τηλέγραφος: σύστημα για τη μεταδοση σημάτων Μορς με κινήσεις που γίνονται ορατές από απόσταση - γενικότερα οποιοδήποτε οπτικό σύστημα μετάδοσης πληροφοριών, πχ οι αρχαίες φρυκτωρίες
  2. (βοτανική, λουλούδι) ποώδες φυτό με μοβ μακρόστενα φύλλα (επιστημονική ονομασία Tradescantia Pallida)· βγάζει μικρά ροζ λουλούδια το καλοκαίρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.