αρχηγείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρχηγείο | τα | αρχηγεία |
| γενική | του | αρχηγείου | των | αρχηγείων |
| αιτιατική | το | αρχηγείο | τα | αρχηγεία |
| κλητική | αρχηγείο | αρχηγεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχηγείο < αρχηγός
Ουσιαστικό
αρχηγείο ουδέτερο
- το οίκημα όπου εδρεύει ο αρχηγός και οι υπηρεσίες του
- (ειδ.) η διοίκηση και το επιτελείο στρατιωτικών υπηρεσιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.