-εῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-εῖον < αρχικά από την κατάληξη επιθέτων -εῖος, που δημιουργήθηκε από συνδυασμό θεματικού φωνήεντος «ε» και -ιον, συνήθως από θέματα σε -εύς (αρχικά *-εϝ-, εξ ου τα διαλυτικά στον ιωνικό τύπο)

Επίθημα

-εῖον

  • παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:
  1. αντικείμενο ή εργαλείο, όργανο διά του οποίου γίνεται κάποια δράση
  2. τόπο, λ.χ. εργαστήριο
    • ποιέω > ποιεῖον (τόπος στο οποίο κατασκευάζεται κάτι, εργαστήριο)
    • ἡνία + ποιεῖον > ἡνιοποιεῖον (εργαστήριο κατασκευής χαλιναριών)

  • ιωνικός τύπος: -ήϊον

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -εῖον στο Βικιλεξικό

Απόγονοι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.