κοντέσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοντέσα | οι | κοντέσες |
| γενική | της | κοντέσας | — | |
| αιτιατική | την | κοντέσα | τις | κοντέσες |
| κλητική | κοντέσα | κοντέσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντέσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντέσα, γραφή του κοντέσσα με κατάληξη -έσα < ιταλική contessa[1] < μεσαιωνική λατινική comitissa < λατινική comes + -issa < cum + eo
Συνώνυμα
Αναφορές
- κοντέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κοντέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contessa με απλοποίηση γραφής (και προφοράς? (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) -έσα
Πηγές
- κοντέσσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.