κουρτέσης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κουρτέσης < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική corteis ή (άμεσο δάνειο) ιταλική cortese (ευγενικός)

Επίθετο

κουρτέσης (θηλυκό κουρτεσά) (πληθυντικός αριθμός κουρτέσηδες και κουρτέσοι)

  • ευγενικός
      9ος αιώνας, Γεώργιος Αμαρτωλός ή Γεώργιος Μοναχός Χρονικόν σύντομον, @catholiclibrary.org
    Ἦτον δὲ εἰς τὸ παλάτιν εἷς νέος εὔμορφος ᾧ ὄνομα Μιχαὴλ ἐκ γένους τῶν Παφλαγόνων· καὶ ὡς ἐπεριπάτει εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ παλατίου, ὡραιομένος καὶ κουρτέσης, καὶ ἰδοῦσα τοῦτον ἡ βασίλισσα ἐτρώθη ἔρωτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ ἐπεθύμει τὸ κάλλος καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Μιχαὴλ, ὅτι ἦτον τρυφεροπρόσωπος καὶ κατάλευκος καὶ ῥοδινὸς καὶ περικαλλὴς, ὥστε καὶ εἶχεν αὐτὸν καὶ ἐμοιχεύετο μετ' αὐτοῦ καὶ ἐχόρταινεν αὐτοῦ τὴν εὐμορφίαν.
      τέλος 15ου αιώνα - Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ. 100 (100-101)
    ᾑ κόραις ὁποῦ εἴπαμεν, τῆς Ρόδου ᾑ κουρτέσαις,
    μιὰν εἶχασι τὴν φορεσιάν, Φράγκισσαις καὶ Ῥωμαίσσαις·

Συγγενικά

  • δισκουρτεσία
  • ἐρωτοκουρτέσα
  • κουρτεσία
  • κουρτεσιά
  • κουρτέσικα (επίρρημα)
  • κουρτέσικος

Κλιτικοί τύποι

  • κουρτέσαις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.