δημαρχέσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δημαρχέσα | οι | δημαρχέσες |
| γενική | της | δημαρχέσας | — | |
| αιτιατική | τη | δημαρχέσα | τις | δημαρχέσες |
| κλητική | δημαρχέσα | δημαρχέσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημαρχέσα < δήμαρχ(ος) + -έσα, λέξη που χρησιμοποιήθηκε στην τηλεοπτική σειρά Το καφέ της Χαράς (2003-2021)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.maɾˈçe.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μαρ‐χέ‐σα
Ουσιαστικό
δημαρχέσα θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) υποτιμητικά, λόγω της λογοπαικτικής παρετυμολογίας της κατάληξης (-χέσα) με το ρήμα χέζω
Μεταφράσεις
δημαρχέσα
|
|
Αναφορές
- Αντωνοπούλου Μαρία, Κοινωνιογλωσσικές αναπαραστάσεις έμφυλων στερεοτύπων στην κωμική σειρά «Το Καφέ της Χαράς». Συγκριτική ανάλυση των δύο περιόδων και η διδακτική αξιοποίησή τους στο πλαίσιο του κριτικού γραμματισμού, Διπλωματική Εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών σπουδών, Πάτρα, Ιούλιος 2020,
Πηγές
- δημαρχέσα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.