δούξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δούξ, τύπος του 12ου αιώνα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δούξ < λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  και δείτε στο ελληνιστικό δούξ

Ουσιαστικό

δούξ αρσενικό ή δούκας, (θηλυκό δούκαινα ή δούκισσα & δουκέσσα)

  1. διοικητής (στρατιωτικός ή πολιτικός)
  2. άρχοντας

  • Δούξ (και με κεφαλαίο ως τίτλος)

Κλιτικοί τύποι

  • δουξοί (πληθυντικός)
  • δούκηδες, δουκάδες (πληθυντικός)
  • δοῦκοι (πληθυντικός)

Πολυλεκτικοί όροι

  • δούξ Βενετίας (o δόγης)
  • μέγας δούξ, μέγας δούκας (ναύαρχος)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
δουκ- 
  • δεδουκτεύω
  • δούκαινα
  • δουκάλιον
  • Δουκάναξ
  • Δούκας (οικογενειακό όνομα & παράγωγα)
  • δουκατικόν
  • δουκάτον, δουκάδο
  • δουκατόπουλον
  • δουκάτωρ
  • δουκατωρεύω
  • δουκενάριος
  • δουκεύω
  • δουκιάμος
  • δουκιανός
  • Δουκικός
  • δουκικός
  • δουκικῶς
  • δουκινιάτωρ
  • δούκισσα
  • Δουκόβλαστος
  • Δουκογενής
  • Δουκόθεν
  • Δουκολαμπής
  • Δουκόπαις
  • Δουκοπορφυροβλάστητος
  • Δουκοφυής
  • Δουκοφυΐα
  • Δουκόφυτος
  • δουκόω
  • Δουκώνυμος
  • Κομνηνοδούκας
  • Κομνηνοδουκικός
  • Κομνηνοδουκόβλαστος
  • Κομνηνοδουκόθεν
  • Κομνηνοδουκόπαις
  • Κομνηνοδουκοφυής
  • μεγαλοδουκάτος
  • μεγαλοδουκικός
  • μεγαλοδούξ

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δούξ οἱ δοῦκες
      γενική τοῦ δουκός τῶν δουκῶν
      δοτική τῷ δουκῐ́ τοῖς δουξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν δοῦκ τοὺς δοῦκᾰς
     κλητική ! δούξ δοῦκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοῦκε
γεν-δοτ τοῖν  δουκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δούξ < (άμεσο δάνειο) λατινική dux, θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-

Ουσιαστικό

δούξ, -ός αρσενικό

Παράγωγα

  • δουκάτον
  • δουκάτωρ
  • δουκηναρία
  • δουκηνάριος
  • δουκιανός
  • δουκικός

Απόγονοι

δούξ (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: δούξ
καθαρεύουσα: δούξ
μεσαιωνικά ελληνικά: δούκας
νέα ελληνικά: δούκας
αρμενικά: դուքս (dukʿs)
ιταλικά: duca
οθωμανικά τουρκικά: دوقه‎ (duka)
τουρκικά: duca (γαλλικής προέλευσης το συνώνυμο dük)
κοπτικά: ⲇⲟⲩⲝ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.