Ἴων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἴων | οἱ | Ἴωνες |
| γενική | τοῦ | Ἴωνος | τῶν | Ἰώνων |
| δοτική | τῷ | Ἴωνῐ | τοῖς | Ἴωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἴωνᾰ | τοὺς | Ἴωνᾰς |
| κλητική ὦ! | Ἴων | Ἴωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἴωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἰώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἴων αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, αρχαίος βασιλιάς της Αχαΐας, αδελφός του Αχαιού, γενάρχης των Ιώνων
- (εθνικό όνομα) μέλος της φυλής των Ἰώνων
- ποταμός της αρχαίας Ελλάδας, με το σημερινό όνομα Μήκανης ή Μουργκάνης, που εκβάλλει, μετά από ροή 53 περίπου χιλιομέτρων, στον Πηνειό ποταμό, κοντά στο αρχαίο Αἰγίνιον (στη σημερινή Καλαμπάκα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἰωνία
Πηγές
- Ἴων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἴων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.