Ὀξύνεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ὀξύνειᾰ | ||||||
| γενική | τῆς | Ὀξυνείᾱς | ||||||
| δοτική | τῇ | Ὀξυνείᾳ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Ὀξύνειᾰν | ||||||
| κλητική ὦ! | Ὀξύνειᾰ | |||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Κύριο όνομα
Ὀξύνεια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πόλη της αρχαίας θεσσαλικής επαρχίας Ἑστιαιώτιδος, όπου το σημερινό χωριό Οξύνεια
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 7.7, 9 @perseus.tufts.edu @scaife.perseus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.