Αχαιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αχαιός | οι | Αχαιοί |
| γενική | του | Αχαιού | των | Αχαιών |
| αιτιατική | τον | Αχαιό | τους | Αχαιούς |
| κλητική | Αχαιέ | Αχαιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αχαιός < αρχαία ελληνική Ἀχαιός
Κύριο όνομα
Αχαιός αρσενικό
- (ιστορία, εθνικό όνομα) μέλος αρχαίου ελληνικού φύλου (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς)
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός ήρωας, γιος της Κρέουσας και του βασιλιά της Αθήνας Ξούθου ή του βασιλιά της Αχαΐας Αιγιαλού . Αδελφός του Ίωνα, έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας. Από το όνομα του ονομάστηκε ο λαός Αχαιοί και η σημερινή Αχαΐα.
- κάτοικος της Αχαΐας
Μεταφράσεις
ιστορία, μυθολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.