Ἴωνες
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἴωνες < πληθυντικός αριθμός του Ἴων, → δείτε τις λέξεις Ἰάονες και ἸᾱϜονες
Κύριο όνομα
Ἴωνες αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος
- απόγονοι του μυθικού Ἴωνος
- Κατηγορία:Ιωνική διάλεκτος
-
Ίωνες στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ἴωνες - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἴωνες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.