τάξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τάξῐς αἱ τάξεις
      γενική τῆς τάξεως τῶν τάξεων
      δοτική τῇ τάξει ταῖς τάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τάξῐν τὰς τάξεις
     κλητική ! τάξῐ τάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τάξει
γεν-δοτ τοῖν  ταξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάξις < (τάσσω) ταγ- + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

τάξις θηλυκό

  1. λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  2. τάξη (μέρος συνόλου)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  •  και δείτε τη λέξη τάσσω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.