δεσπόζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσπόζων η δεσπόζουσα το δεσπόζον
      γενική του δεσπόζοντος
& δεσπόζοντα1
της δεσπόζουσας
& δεσποζούσης*
του δεσπόζοντος
    αιτιατική τον δεσπόζοντα τη δεσπόζουσα το δεσπόζον
     κλητική δεσπόζων δεσπόζουσα δεσπόζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεσπόζοντες οι δεσπόζουσες τα δεσπόζοντα
      γενική των δεσποζόντων των δεσποζουσών των δεσποζόντων
    αιτιατική τους δεσπόζοντες τις δεσπόζουσες τα δεσπόζοντα
     κλητική δεσπόζοντες δεσπόζουσες δεσπόζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεσπόζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δεσπόζω < δεσπότης [1]\

Προφορά

ΔΦΑ : /ðeˈspo.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεσπόζων
ομόηχο: δεσπόζον

Μετοχή

δεσπόζων

  1. που δεσπόζει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δεσπόζουσα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.