ἁγνός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἁγνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνός

Επίθετο

ἁγνός

Συγγενικά

  • ἁγνιάκιν
  • ἁγνοειδής
  • ἁγνοευτυχισμένος
  • ἁγνόκαρπος
  • ἁγνόμαντις
  • ἁγνοπρεπῶς
  • ἁγνόστομος
  • ἁγνοσύνη
  • ἁγνοτόκεια
  • ἁγνοτόκος
  • ἁγνοφαγέω
  • ἁγνοφαγία
  • ἁγνόφυτος
  • δεσποινοπάναγνος
  • ἔναγνος
  • μόναγνος
  • ὁλόαγνος
  • παναγνομαρτύρητος
  • πάναγνος
  • πανυπέραγνος
  • πρόαγνος
  • δεν σχετίζονται, με ψιλή το ἄγνος, ἄγνον & τα συγγενικά του, ούτε το ἀγνά (ἀγανά)

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁγνός ἁγνή τὸ ἁγνόν
      γενική τοῦ ἁγνοῦ τῆς ἁγνῆς τοῦ ἁγνοῦ
      δοτική τῷ ἁγν τῇ ἁγν τῷ ἁγν
    αιτιατική τὸν ἁγνόν τὴν ἁγνήν τὸ ἁγνόν
     κλητική ! ἁγνέ ἁγνή ἁγνόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁγνοί αἱ ἁγναί τὰ ἁγνᾰ́
      γενική τῶν ἁγνῶν τῶν ἁγνῶν τῶν ἁγνῶν
      δοτική τοῖς ἁγνοῖς ταῖς ἁγναῖς τοῖς ἁγνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁγνούς τὰς ἁγνᾱ́ς τὰ ἁγνᾰ́
     κλητική ! ἁγνοί ἁγναί ἁγνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁγνώ τὼ ἁγνᾱ́ τὼ ἁγνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁγνοῖν τοῖν ἁγναῖν τοῖν ἁγνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἁγνός < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁yáǵ-nós,[1] με θέμα ἁγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁yaǵ- (ευλαβούμαι, τιμώ). Ομόρριζα: ἅζομαι, ἅγιος.[2]

Επίθετο

ἁγνός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ἁγνότατος

  1. αγνός, καθαρός, ιερός, αμόλυντος
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
    κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
    Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο, μα μόλις καθαρίστηκε,| μαζεύει ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω στην πόλη | του Εύρυτου.
    Μετάφραση (2015): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
  2. (για κορίτσια) αγνός, παρθένος
  3. αθώος (για αιματηρό έγκλημα)
  4. ορθός

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ἁγν- 
  • δε σχετίζεται το ἄγνος και τα συγγενικά του

Αναφορές

  1. ἁγνός στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. «αγνός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.