ἄγνον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄγνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγνος (θηλυκό ή αρσενικό)

Ουσιαστικό

ἄγνον ουδέτερο

  • (φυτό) ένα είδος φυτού  δείτε το αρχαίο ἄγνος

Συγγενικά

δεν σχετίζεται με το ἁγνός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.