ἁγνισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁγνισμός οἱ ἁγνισμοί
      γενική τοῦ ἁγνισμοῦ τῶν ἁγνισμῶν
      δοτική τῷ ἁγνισμ τοῖς ἁγνισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἁγνισμόν τοὺς ἁγνισμούς
     κλητική ! ἁγνισμέ ἁγνισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁγνισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἁγνισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἁγνισμός < ἁγνός + -ισμός

Ουσιαστικό

ἁγνισμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.