ἁγνεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἁγνεύω < ἁγν(ός) + -εύω

Ρήμα

ἁγνεύω

  1. εξαγνίζω, καθαίρω
  2. είμαι αγνός

  • ἁγνίζω

Συγγενικά

  • ἁγνεία
  • ἅγνευμα
  • ἁγνευτήριον
  • ἁγνευτικός
  • ἁγνεύτρια
  • ἀφαγνεύω
  • προάγνευσις
  • προαγνεύω
  • συναγνεύω

 και δείτε τη λέξη ἁγνός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.