ἁγνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
- ἁγνίζω
Συγγενικά
- ἁγνεία
- ἅγνευμα
- ἁγνευτήριον
- ἁγνευτικός
- ἁγνεύτρια
- ἀφαγνεύω
- προάγνευσις
- προαγνεύω
- συναγνεύω
→ και δείτε τη λέξη ἁγνός
Πηγές
- ἁγνεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁγνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.