ἅγιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἅγιος | ἡ | ἁγίᾱ | τὸ | ἅγιον |
| γενική | τοῦ | ἁγίου | τῆς | ἁγίᾱς | τοῦ | ἁγίου |
| δοτική | τῷ | ἁγίῳ | τῇ | ἁγίᾳ | τῷ | ἁγίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἅγιον | τὴν | ἁγίᾱν | τὸ | ἅγιον |
| κλητική ὦ! | ἅγιε | ἁγίᾱ | ἅγιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἅγιοι | αἱ | ἅγιαι | τὰ | ἅγιᾰ |
| γενική | τῶν | ἁγίων | τῶν | ἁγίων | τῶν | ἁγίων |
| δοτική | τοῖς | ἁγίοις | ταῖς | ἁγίαις | τοῖς | ἁγίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἁγίους | τὰς | ἁγίᾱς | τὰ | ἅγιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἅγιοι | ἅγιαι | ἅγιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁγίω | τὼ | ἁγίᾱ | τὼ | ἁγίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁγίοιν | τοῖν | ἁγίαιν | τοῖν | ἁγίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ἅγιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yeh₂ǵ- [1]. Ίσως συγγενές με το σανσκριτικό यजति (sa) (yájati) και το λατινικό iēiūnus (νηστικός).
Συγγενικά
- ἁγνός
- ἅζομαι
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. σελ. 11–12.
Πηγές
- ἅγιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.