ἄγνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἄγνος < με παρασύνδεση προς το ἁγνός λόγω του συσχετισμού με την αγνότητα και τη γιορτή των Θεσμοφορίων και το έθιμο να στρώνονται κλαδιά λυγαριάς στα κρεβάτια < πιθανόν *agn-  και δείτε τη λέξη ἀγλύεσθαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἄγνος θηλυκό (αττικός τύπος αρσενικό)

  1. (φυτό) συνώνυμο του λύγος: η λυγαριά
    ταξινομικό είδος: Vitex agnus-castus
    άλλες μορφές: ἄγνον (ουδέτερο)
  2. (ψάρι) όνομα ενός είδους ψαριού
  3. (πτηνό) όνομα ενός είδους πουλιού

  • αττικός τύπος: ἄγνος (αρσενικό)

Συγγενικά

  • ἄγνιος
  • ἀγνόκοκκον
  • ἀγνόκοκκος
  • ἀγνοκούκκιον
  • Ἀγνοῦς & συγγενικά (δήμος των Αθηνών)
  • ἐλαίαγνος

δεν σχετίζεται με το ἁγνός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.