ἄγνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄγνος θηλυκό (αττικός τύπος αρσενικό)
- αττικός τύπος : ἄγνος (αρσενικό)
Συγγενικά
- ἄγνιος
- ἀγνόκοκκον
- ἀγνόκοκκος
- ἀγνοκούκκιον
- Ἀγνοῦς & συγγενικά (δήμος των Αθηνών)
- ἐλαίαγνος
δεν σχετίζεται με το ἁγνός
- (μεσαιωνικά ελληνικά) ἄγνον (ουδέτερο), ἄγνη (θηλυκό)
Πηγές
- ἄγνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.