ἁγνῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἁγνῶς < ἁγνός
Επίρρημα
ἁγνῶς
- (τροπικό επίρρημα) αγνά, με καθαρές προθέσεις
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 337 (336-337)
- Κὰδ δύναμιν δ᾽ ἔρδειν ἱέρ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν | ἁγνῶς καὶ καθαρῶς
- Να κάνεις κατά τη δύναμή σου θυσίες στους αθάνατους θεούς, | αγνά και καθαρά,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Κὰδ δύναμιν δ᾽ ἔρδειν ἱέρ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν | ἁγνῶς καὶ καθαρῶς
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 337 (336-337)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἁγνός
Πηγές
- ἁγνῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.