ἀλιόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀλιόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀλιόω - ἀλιῶ (συνηρημένο)
- αποβαίνω άκαρπος, απογοητεύω, ματαιώνω
- καταστρέφω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
- κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
- Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο, μα μόλις καθαρίστηκε,| μαζεύει ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω στην πόλη | του Εύρυτου.
- Μετάφραση (2015): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
- κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
Συγγενικά
- ἅλιος (επίθετο)
- ἁλίως (επίρρημα)
Πηγές
- ἀλιόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλιόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.