ὄμβρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄμβρος | οἱ | ὄμβροι |
| γενική | τοῦ | ὄμβρου | τῶν | ὄμβρων |
| δοτική | τῷ | ὄμβρῳ | τοῖς | ὄμβροις |
| αιτιατική | τὸν | ὄμβρον | τοὺς | ὄμβρους |
| κλητική ὦ! | ὄμβρε | ὄμβροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄμβρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὄμβροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄμβρος < προελληνική [1]
Ουσιαστικό
ὄμβρος αρσενικό
- (μετεωρολογία) δυνατή βροχή, νεροποντή, μπόρα, καταιγίδα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
- καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
- και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
- (γενικότερα) νερό
- (μεταφορικά) βροχή δακρύων, αίματος κ.λπ.
Συγγενικά
- ἄνομβρος
- δίομβρος
- δύσομβρος
- ἔπομβρος
- εὔομβρος
- κάτομβρος
- ὀμβρέω
- ὀμβρηγενής
- ὀμβρήεις
- ὀμβρηλός
- ὄμβρημα
- ὀμβρηνός
- ὀμβρήρης
- ὀμβρηρός
- ὀμβρηρῶς
- ὄμβρησις
- ὀμβρία
- ὀμβρίζω
- ὀμβρικός
- ὀμβριμαῖος
- ὀμβριμόθυμος
- ὀμβριμοπάτρη
- ὄμβριμος
- ὀμβρινός
- ὄμβριος
- ὀμβροβλυστέω
- ὀμβροβλυτέω
- ὀμβροδόκος
- ὀμβροφόρος
- ὀμβροκτύπος
- ὀμβροποιός
- ὀμβροτοκία
- ὀμβροτόκος
- ὀμβροχαρής
- ὀμβρώδης
- πολύομβρος
- σύνομβρος
- ὕπομβρος
- φίλομβρος
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. Η ετυμολόγηση: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *n̥bʰrós απορρίπτεται από τον Beekes.
Πηγές
- ὄμβρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄμβρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.