ἀφρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀφρέω < ἀφρ(ός) + -έω

Ρήμα

ἀφρέω / ἀφρῶ

  • αφρίζω, καλύπτω με αφρό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 282 (στίχοι 280-283) Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
    ὣς ἔφαθ᾽, ἡνίοχος δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους | νῆας ἔπι γλαφυράς· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην· | ἄφρεον δὲ στήθεα, ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ | τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες.
    Είπε και αυτός εράβδισε τους ίππους | προς τα πλοία, και αυτοί πετάξαν πρόθυμοι· | τα στήθη τους αφρίζαν και ο κονιορτός τούς έραινεν | ενώ τον βασιλέα μακράν της μάχης έφερναν σκληρά βασανισμένον.

  • ἀφριάω (ποιητικός τύπος)
  • ἀφρίζω
  • ἀφριόω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.