ἀφρίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀφρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀφρ(ός) + -ίζω
Ρηματικοί τύποι
- ἀφρίζει
Παράγωγα
- ἀφρισμένος (μετοχή)
Συγγενικά
- ἀπηφρισμένος (μετοχή)
- ἀφριστής
- ἐξαφρίζω & συγγενικά
- προαπαφρίζω
- προεξαφρίζω
- προεπαφρίζω
- προσαφρίζω
→ και δείτε τη λέξη ἀφρός
Πηγές
- ἀφρίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.394 Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αφρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀφρίζω < ἀφρ(ός) + -ίζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀφρίζω ⇒ νέα ελληνικά: αφρίζω
Σύνθετα
- ἀναφρίζω
- ἀπαφρίζω
- ἐξαφρίζομαι
- *ἐξαφρίζω
- ἐξηφρισμένος (μετοχή)
- ἐπαφρίζω
- προαφρίζω
- προαπαφρίζω
- προσαφρίζω
- ὑπαφρίζω
- ὑπεραφρίζω
Πηγές
- ἀφρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.