ἐλαφρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐλαφρός | ἡ | ἐλαφρᾱ́ | τὸ | ἐλαφρόν |
| γενική | τοῦ | ἐλαφροῦ | τῆς | ἐλαφρᾶς | τοῦ | ἐλαφροῦ |
| δοτική | τῷ | ἐλαφρῷ | τῇ | ἐλαφρᾷ | τῷ | ἐλαφρῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐλαφρόν | τὴν | ἐλαφρᾱ́ν | τὸ | ἐλαφρόν |
| κλητική ὦ! | ἐλαφρέ | ἐλαφρᾱ́ | ἐλαφρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐλαφροί | αἱ | ἐλαφραί | τὰ | ἐλαφρᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐλαφρῶν | τῶν | ἐλαφρῶν | τῶν | ἐλαφρῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐλαφροῖς | ταῖς | ἐλαφραῖς | τοῖς | ἐλαφροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐλαφρούς | τὰς | ἐλαφρᾱ́ς | τὰ | ἐλαφρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐλαφροί | ἐλαφραί | ἐλαφρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαφρώ | τὼ | ἐλαφρᾱ́ | τὼ | ἐλαφρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαφροῖν | τοῖν | ἐλαφραῖν | τοῖν | ἐλαφροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) + *-us
Πηγές
- ἐλαφρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλαφρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.