έκκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκκριση | οι | εκκρίσεις |
| γενική | της | έκκρισης* | των | εκκρίσεων |
| αιτιατική | την | έκκριση | τις | εκκρίσεις |
| κλητική | έκκριση | εκκρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκκρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκκριση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκκρι(σις) + -ση < ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
έκκριση θηλυκό
Συγγενικά
- απέκκριση
- ενδοέκκριση
- υπερέκκριση
- → και δείτε τη λέξη εκκρίνω και κρίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.