ωρίμανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωρίμανση | οι | ωριμάνσεις |
| γενική | της | ωρίμανσης* | των | ωριμάνσεων |
| αιτιατική | την | ωρίμανση | τις | ωριμάνσεις |
| κλητική | ωρίμανση | ωριμάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ωριμάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ωρίμανση θηλυκό
- η διαδικασία της τελικής φάσης της ανάπτυξης, η πορεία προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξης σε ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς
- το μέστωμα, η ωριμότητα
Συγγενικά
- υπερωρίμανση
- ψευδοωρίμανση
- → δείτε τις λέξεις ώριμος και ώρα
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
ωρίμανση
Αναφορές
- Με προσθήκη ενός ευφωνικού ν από τους λόγιους «& αναλογικά προς το αρχαίο γήρανσις (< γηράσκω, αναλογικά προς το ὑγίανσις), για να δείχνει περισσότερο “αρχαίο”». ωρίμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- σελ. 1143, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ωρίμαση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ωρίμανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ωρίμανση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.