γηράσκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γηράσκω < αρχαία ελληνική γηράσκω

Ρήμα

γηράσκω

  • γηράσκω αεί διδασκόμενος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γηράσκω< γῆρας

Ρήμα

γηράσκω και γηράω-γηρῶ

Συγγενικά

  • ἀγήραντος
  • ἀγήραος
  • ἀγηρασία
  • ἀγήρατον
  • ἀγήρατος
  • ἐγγήραμα
  • γηράεις
  • γηραιός
  • γηραλέος
  • γήραμα
  • γηράμων
  • γήρανσις
  • γηραός
  • γηράσιμος
  • μακρογηράω
  • μακρογηραία
  • καταγηρασμός
  • παραγήραμα
  • παραγηράω
  • πολυγήραος
  • συγκαταγήρασις
  • ὑπεργηράω
  • ὑπογηράω

Σύνθετα

  • ἀπογηράσκω
  • ἐγγηράσκω
  • ἐγκαταγηράσκω
  • ἐπιγηράσκω
  • καταγηράσκω
  • περιγηράσκω
  • προγηράσκω
  • συγγηράσκω
  • συγκαταγηράσκω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.