γηράσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γηράσκω < αρχαία ελληνική γηράσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γηράσκω< γῆρας
Συγγενικά
Σύνθετα
- ἀπογηράσκω
- ἐγγηράσκω
- ἐγκαταγηράσκω
- ἐπιγηράσκω
- καταγηράσκω
- περιγηράσκω
- προγηράσκω
- συγγηράσκω
- συγκαταγηράσκω
Πηγές
- γηράσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γηράσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.