γήρανσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γήρανσῐς | αἱ | γηράνσεις |
| γενική | τῆς | γηράνσεως | τῶν | γηράνσεων |
| δοτική | τῇ | γηράνσει | ταῖς | γηράνσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | γήρανσῐν | τὰς | γηράνσεις |
| κλητική ὦ! | γήρανσῐ | γηράνσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γηράνσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γηρανσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γήρανσις < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- γήρανσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.