γήρανσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γήρανσῐς αἱ γηράνσεις
      γενική τῆς γηράνσεως τῶν γηράνσεων
      δοτική τῇ γηράνσει ταῖς γηράνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γήρανσῐν τὰς γηράνσεις
     κλητική ! γήρανσῐ γηράνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γηράνσει
γεν-δοτ τοῖν  γηρανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γήρανσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γήρανσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.