προσθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσθήκη οι προσθήκες
      γενική της προσθήκης των προσθηκών
    αιτιατική την προσθήκη τις προσθήκες
     κλητική προσθήκη προσθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσθήκη < αρχαία ελληνική προσθήκη < προσ- + -θήκη < τίθημι

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsθi.ci/ & /pɾosˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσθήκη
παλιότερος συλλαβισμός: προσθήκη

Ουσιαστικό

προσθήκη θηλυκό

  1. η πρόσθεση επιπλέον στοιχείων
  2. ό,τι προστίθεται
    άλλες μορφές: πρόσθημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.