αναλογικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλογικά < αναλογικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.lo.ʝiˈka/

Επίρρημα

αναλογικά

  1. με αναλογικό τρόπο, με σωστές αναλογίες
    Πρέπει να το ζωγραφίσεις αναλογικά. Δεν μπορεί να έχει κεφάλι καρφίτσας και χέρια πίθηκου
    Κόψ' το αναλογικά. Μας δίνει έτοιμες τις διαστάσεις
  2. που διαμορφώνεται μιμούμενος κάτι άλλο, κατ' αναλογία με άλλο, σε αναλογία με
    το καλύτερος ίσως πρέπει να γράφεται καλλίτερος από το "καλλίων", αλλά κυριαρχεί η άποψη ότι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα παραθετικά σε -ύτερος των επιθέτων σε -υς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναλογικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.