αναλογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναλογικά < αναλογικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.lo.ʝiˈka/
Επίρρημα
αναλογικά
- με αναλογικό τρόπο, με σωστές αναλογίες
- Πρέπει να το ζωγραφίσεις αναλογικά. Δεν μπορεί να έχει κεφάλι καρφίτσας και χέρια πίθηκου
- Κόψ' το αναλογικά. Μας δίνει έτοιμες τις διαστάσεις
- που διαμορφώνεται μιμούμενος κάτι άλλο, κατ' αναλογία με άλλο, σε αναλογία με
- το καλύτερος ίσως πρέπει να γράφεται καλλίτερος από το "καλλίων", αλλά κυριαρχεί η άποψη ότι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα παραθετικά σε -ύτερος των επιθέτων σε -υς
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.