ψωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψωνισμένος | η | ψωνισμένη | το | ψωνισμένο |
| γενική | του | ψωνισμένου | της | ψωνισμένης | του | ψωνισμένου |
| αιτιατική | τον | ψωνισμένο | την | ψωνισμένη | το | ψωνισμένο |
| κλητική | ψωνισμένε | ψωνισμένη | ψωνισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψωνισμένοι | οι | ψωνισμένες | τα | ψωνισμένα |
| γενική | των | ψωνισμένων | των | ψωνισμένων | των | ψωνισμένων |
| αιτιατική | τους | ψωνισμένους | τις | ψωνισμένες | τα | ψωνισμένα |
| κλητική | ψωνισμένοι | ψωνισμένες | ψωνισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψωνισμένος < Παθητική μετοχή του ψωνίζω.
Μετοχή
ψωνισμένος αρσενικό, ψωνισμένη θηλυκό, ψωνισμένο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) αυτός που έχει ψωνιστεί, ο αγορασμένος
- (μεταφορικά) υπερόπτης, αυτός που "την έχει ψωνίσει"
- (φιλικά) τρελάρας
Μεταφράσεις
ψωνισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.