αγορασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγορασμένος η αγορασμένη το αγορασμένο
      γενική του αγορασμένου της αγορασμένης του αγορασμένου
    αιτιατική τον αγορασμένο την αγορασμένη το αγορασμένο
     κλητική αγορασμένε αγορασμένη αγορασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγορασμένοι οι αγορασμένες τα αγορασμένα
      γενική των αγορασμένων των αγορασμένων των αγορασμένων
    αιτιατική τους αγορασμένους τις αγορασμένες τα αγορασμένα
     κλητική αγορασμένοι αγορασμένες αγορασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγορασμένος

Μετοχή

αγορασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.