ψαλίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαλίδι | τα | ψαλίδια |
| γενική | του | ψαλιδιού | των | ψαλιδιών |
| αιτιατική | το | ψαλίδι | τα | ψαλίδια |
| κλητική | ψαλίδι | ψαλίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαλίδι < (ελληνιστική κοινή) ψαλίδιον (υποκοριστικό του ψαλίς)
Ουσιαστικό
ψαλίδι ουδέτερο
- εργαλείο χεριού που αποτελείται από δύο λεπίδες και χρησιμεύει για κόψιμο
- (μεταφορικά) περικοπή (κυρίως δαπάνης)
- έπεσε ψαλίδι στους μισθούς
- σύνεργο κομμωτικής για το φορμάρισμα των μαλλιών
- εξάρτημα αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας
- χαρακτηρισμός για πολυλογάδες
- ψαλίδι πάει η γλώσσα σου!
Εκφράσεις
- ανάποδο ψαλίδι (κίνηση ποδοσφαιριστή)
- έπεσε ψαλίδι: (σε ταινία, κείμενο κλπ) λογοκρισία
Μεταφράσεις
ψαλίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
