ψαλιδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψαλιδίζω < ψαλίδι + -ιζω

Προφορά

ΔΦΑ : /psa.liˈði.zo/

Ρήμα

ψαλιδίζω, παθ. φωνή: ψαλιδίζομαι, παθ. μτχ.: ψαλιδισμένος

  1. κόβω κάτι με ψαλίδι
  2. (ειδικότερα) κόβω με το ψαλίδι άκρες ή μέρη που προεξέχουν
    ο παππούς κάθε πρωί ψαλίδιζε το μουστάκι του
  3. (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω
    ο διευθυντής ψαλίδισε τις παροχές
  4. (για κείμενα / ταινίες) λογοκρίνω, αφαιρώ αυθαίρετα και σκόπιμα κάποια μέρη
    ψαλίδισαν δύο σκηνές, διότι ήταν πολύ τολμηρές

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.