ψαλιδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψαλιδίζω < ψαλίδι + -ιζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.liˈði.zo/
Ρήμα
ψαλιδίζω, παθ. φωνή: ψαλιδίζομαι, παθ. μτχ.: ψαλιδισμένος
- κόβω κάτι με ψαλίδι
- (ειδικότερα) κόβω με το ψαλίδι άκρες ή μέρη που προεξέχουν
- ο παππούς κάθε πρωί ψαλίδιζε το μουστάκι του
- (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω
- ο διευθυντής ψαλίδισε τις παροχές
- (για κείμενα / ταινίες) λογοκρίνω, αφαιρώ αυθαίρετα και σκόπιμα κάποια μέρη
- ψαλίδισαν δύο σκηνές, διότι ήταν πολύ τολμηρές
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψαλιδίζω | ψαλίδιζα | θα ψαλιδίζω | να ψαλιδίζω | ψαλιδίζοντας | |
| β' ενικ. | ψαλιδίζεις | ψαλίδιζες | θα ψαλιδίζεις | να ψαλιδίζεις | ψαλίδιζε | |
| γ' ενικ. | ψαλιδίζει | ψαλίδιζε | θα ψαλιδίζει | να ψαλιδίζει | ||
| α' πληθ. | ψαλιδίζουμε | ψαλιδίζαμε | θα ψαλιδίζουμε | να ψαλιδίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψαλιδίζετε | ψαλιδίζατε | θα ψαλιδίζετε | να ψαλιδίζετε | ψαλιδίζετε | |
| γ' πληθ. | ψαλιδίζουν(ε) | ψαλίδιζαν ψαλιδίζαν(ε) |
θα ψαλιδίζουν(ε) | να ψαλιδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψαλίδισα | θα ψαλιδίσω | να ψαλιδίσω | ψαλιδίσει | ||
| β' ενικ. | ψαλίδισες | θα ψαλιδίσεις | να ψαλιδίσεις | ψαλίδισε | ||
| γ' ενικ. | ψαλίδισε | θα ψαλιδίσει | να ψαλιδίσει | |||
| α' πληθ. | ψαλιδίσαμε | θα ψαλιδίσουμε | να ψαλιδίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψαλιδίσατε | θα ψαλιδίσετε | να ψαλιδίσετε | ψαλιδίστε | ||
| γ' πληθ. | ψαλίδισαν ψαλιδίσαν(ε) |
θα ψαλιδίσουν(ε) | να ψαλιδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψαλιδίσει | είχα ψαλιδίσει | θα έχω ψαλιδίσει | να έχω ψαλιδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψαλιδίσει | είχες ψαλιδίσει | θα έχεις ψαλιδίσει | να έχεις ψαλιδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψαλιδίσει | είχε ψαλιδίσει | θα έχει ψαλιδίσει | να έχει ψαλιδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψαλιδίσει | είχαμε ψαλιδίσει | θα έχουμε ψαλιδίσει | να έχουμε ψαλιδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψαλιδίσει | είχατε ψαλιδίσει | θα έχετε ψαλιδίσει | να έχετε ψαλιδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψαλιδίσει | είχαν ψαλιδίσει | θα έχουν ψαλιδίσει | να έχουν ψαλιδίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.