ψαλιδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαλιδιά οι ψαλιδιές
      γενική της ψαλιδιάς των ψαλιδιών
    αιτιατική την ψαλιδιά τις ψαλιδιές
     κλητική ψαλιδιά ψαλιδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαλιδιά < ψαλίδι

Προφορά

ΔΦΑ : /psa.liˈðʝa/

Ουσιαστικό

ψαλιδιά θηλυκό

  1. μία κίνηση του ψαλιδιού
  2. το κόψιμο που αφήνει σε ένα αντικείμενο μια κίνηση του ψαλιδιού
  3. είδος κόμπου που χρησιμοποιούν οι πρόσκοποι, ψαράδες και ορειβάτες για να δέσουν ένα σχοινί σε ένα ξύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.