ψαλιδάκι
Νέα ελληνικά (el)

ψαλίδι (επάνω) και ψαλιδάκι (1) (κάτω)
Ετυμολογία
- ψαλιδάκι < ψαλίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
| κλητική | ψαλιδάκι | ψαλιδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ψαλιδάκι ουδέτερο
- το μικρό ψαλίδι
- ψαλιδάκι για τα νύχια
- παιδικό ψαλιδάκι
- (αθλητισμός) ψαλίδι, κίνηση ποδοσφαιριστή με τα πόδια που μοιάζει με την κίνηση του ψαλιδιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.